1 θηλή
τῶν μαστῶν ἡ θ., δι' ἧς.. τὸ γάλα διηθεῖται Arist.HA 493a13
κοντοὶ σὺν θηλαῖς σιδηραῖς PLond.3.1164h9
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηλή